Γιώργος Κοντογιώργης «Μέσα» επικοινωνίας και πολιτικό σύστημα

α. Το πολιτειακό πεδίο των «Μέσων» επικοινωνίας
Για τις ανάγκες του επιχειρήματος που θα αναλύσω στην ανακοίνωσή μου θεωρώ αναγκαίο να επισημάνω ότι η θεμέλια βάση του νεοτερικού πολιτικού συστήματος έγκειται στο ότιδιχοτομεί τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. 
Η κοινωνία προσλαμβάνεται ως ιδιώτης, η πολιτική αποδίδεται ενείδει ιδιοκτησίας στο κράτος, ορίζεται ως ταυτολογία της κρατικής εξουσίας.  Ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος (άρα την πολιτική) ορθώνεται το πεδίο της διαμεσολάβησης, το οποίο συγκροτούν σε πρώτο βαθμό οι κοινωνικές ομάδες συμφερόντων και σε δεύτερο βαθμό οι πολιτικές δυνάμεις. Αυτό υποδηλώνει σαφώς ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι αυστηρά ολιγαρχικό, προσομοιάζει σε μια εκλόγιμη μοναρχία. Δεν είναι επομένως ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε πολλώ μάλλον δημοκρατικό. Και σε κάθε περίπτωση, δεν γίνεται να είναι και τα δύο όπως ισχυρίζονται οι θεωρητικοί ταγοί του. Όντως, η αντιπροσώπευση απαιτεί μια σχέση εντολέα εντολοδόχου ανάμεσα στην κοινωνία και στον φορέα της πολιτικής, ενώ η δημοκρατία την ολική ενσάρκωση της πολιτείας από την ίδια την κοινωνία, που κατέχει αντί του κράτους την καθολική πολιτική αρμοδιότητα.
Σε ένα σύστημα διαμεσολάβησης –και όχι αντιπροσώπευσης- όπως το σημερινό, είναι προφανές ότι τα «Μέσα» επικοινωνίαςκαλούνται να παίξουν έναν, επίσης, διαμεσολαβητικό ρόλο, ανάμεσα στον νομέα και παραγωγό της πολιτικής και στον υπόχρεο ή καταναλωτή του πολιτικού «προϊόντος», τον πολίτη.  Εξού και τα «Μέσα» επικοινωνίας γίνονται αντιληπτά  και θεσμίζονται ως«Μέσα» ενημέρωσης.
β. Το μέσον επικοινωνίας ως μέσον ενημέρωσης
Η πρόσληψη του «Μέσου» επικοινωνίας ως «Μέσου»ενημέρωσης εκκινεί από τη θεμελιώδη παραδοχή ότι η πολιτική παράγεται στους συντεταγμένους χώρους της πολιτικής εξουσίας του κράτους και, ως δυναμική, στο περιβάλλον της διαμεσολάβησης, ενώ αποδέκτης της είναι η κοινωνία.  Το «Μέσον» ως μέσον ενημέρωσης, είναι επιφορτισμένο να διακινεί την πληροφορία, και σε ό,τι αφορά την πολιτική, την πολιτικήπληροφορία.  Το μέσον επικοινωνίας αποβαίνει εντέλει μέσονπληροφόρησης.  Το Μέσον, διακινεί ή, αλλιώς, διαμεσολαβεί την πολιτική πληροφορία, δεν παράγει πολιτική.
Η έννοια της πληροφόρησης εγείρει περισσότερα του ενός ζητήματα: το ένα, εστιάζεται στο περιεχόμενο της πολιτικής πληροφορίας.  «Τι είναι είδηση;». Το άλλο, αναφέρεται στην ιεραρχία των ειδήσεων, δηλαδή στην αξιολόγησή τους, η οποία, συνακόλουθα, συνάπτεται επίσης, με τη θεματική τους.  Το τρίτο ζήτημα έχει να κάμει με το ποιος διαχειρίζεται την πολιτική πληροφορία, δηλαδή με την αρμοδιότητα ή τη νομιμοποίηση του φορέα του «Μέσου».
Όσοι αναφέρονται στα ζητήματα αυτά συμφωνούν ότι υπάρχει ένα έλλειμμα ενημέρωσης, προσάπτοντας στα «Μέσα» ότι κάνουν κακή διαχείριση της πολιτικής πληροφορίας, ότι τελικά επιλέγουν δευτερεύουσες ειδήσεις, που παράγουν θέαμα και όχι ειδήσεις που αφορούν στην ουσία της πολιτικής.  Γίνεται συχνή αναφορά στα Δελτία που αναλώνονται στην απαρίθμηση φόνων, ατυχημάτων και συναφών κοινωνικών περιστατικών, που κινητοποιούν το θυμικό και φορτίζουν συγκινησιακά το θεατή. Τελικά, η πολιτική ενημέρωση μεταλλάσσει το πεδίο της πολιτικής σε θεατρική σκηνήτης οποίας το περιεχόμενο προσομοιάζει μάλλον με πολιτική επιθεώρηση, με σκηνοθέτη της τον τηλεκράτορα.
Απέναντι στις παρεμβάσεις αυτές που μεταβάλλουν την πολιτική αγορά σε θέαμα, προβάλλει ως εναλλακτική πρόταση ηηθική ή, όπως αλλιώς λέγεται, η δεοντολογία της δημοσιογραφίαςκαι η έννοια της αποστολής.  Επειδή, υποστηρίζεται, αποστολή του δημοσιογράφου είναι η προσήλωση στη δημοσιογραφική δεοντολογία, του διασφαλίζεται και η ελευθερία του ως προς τη διαχείριση της πολιτικής πληροφορίας.
Η θέση αυτή του δημοσιογράφου επικαλείται μια έννοια του πολίτη που χρειάζεται «καθοδηγητή», που δεν διαθέτει πολιτικήατομικότητα ούτε θεσμική θέση στο πολιτικό σύστημα. Αναδεικνύει μια έννοια του πολίτη που αποτελεί, επομένως, αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ των φορέων της ιδιοκτησίας του συστήματος (της οικονομίας, του κράτους κτλ) και της πολιτικής.
Η αρχή της δεοντολογίας και της αποστολής των «Μέσων» θέλει να υπογραμμίσει ότι ο πολίτης είναι πελάτης της πολιτικής και γι’ αυτό χρειάζεται προστασία.  Προστασία, εννοείται, έναντι της εξουσίας του κράτους διότι, εντέλει, αυτή συνιστά απειλή για τον πολίτη, όχι τα «Μέσα» ενημέρωσης.  Γι’ αυτό, άλλωστε, και η κριτική απευθύνεται ευθέως κατά της εξουσίας, όχι κατά των «Μέσων».
 Τα «Μέσα» ενημέρωσης, από την πλευρά τους, υπενθυμίζουν ότι ο πολίτης είναι, προπαντός, καταναλωτής πολιτικής. Και οι δύο, οι συντελεστές της πολιτικής και των «Μέσων», συμφωνούν ότι ο πολίτης δεν είναι, εκ φύσεως, παραγωγός πολιτικής. Όντως, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η επισήμανση αυτή είναι ορθή, αλλά μόνον σε ό,τι αφορά ένα αυστηρά εξουσιαστικό σύστημα, όπως αυτό της νεοτερικότητας, στο οποίο την πολιτική ενσαρκώνει το κράτος που, ως εκ τούτου, αυτοσυστήνεται ως μοναδικός παραγωγός πολιτικής.
Το κράτος, είτε «συμβάλλεται» στην παραγωγή πολιτικής με τις ομάδες συμφερόντων, που συνωστίζονται στο περιβάλλον της εξουσίας, είτε όχι, ενδιαφέρεται ο πολίτης να γνωρίζει τις υποχρεώσεις του, ως υπήκοός του.  Η λειτουργία όμως, τηςδιαμεσολάβησης, η οποία αποδίδεται στο Μέσον, αντίκειται στη φύση του.  Η αντιμετώπιση της πολιτικής ως «προϊόντος» για κατανάλωση και του πολίτη ως καταναλωτή, δεν αποτελεί ανακάλυψη των «Μέσων» ενημέρωσης.  Απορρέει από τη φύση του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας. Ολόκληρο το σύστημα αυτό οικοδομείται με γνώμονα τη λογική της διαφοροποιημένης ιδιοκτησίας: στην οικονομία, στην πολιτική κτλ. Ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου ή ο εργοδότης, ο κάτοχος του κράτους που ενσαρκώνει ως ιδιοκτήτης την πολιτική, συγκροτούν το σύστημα. Ιδιοκτησία και σύστημα αποτελούν εντέλει έννοιες ταυτόσημες που αντιτείνονται στην κοινωνία ιδιώτη.
Τα «Μέσα» επικοινωνίας, ως «Μέσα» ενημέρωσης, γίνονται αντιληπτά ως αντικείμενα ενός συστήματος, με πρόσημο την ιδιοκτησία.  Είτε πρόκειται για τα δημόσια είτε για τα ιδιωτικά «Μέσα», όλα έχουν τα γνωρίσματα της επιχείρησης.  Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, ο κάτοχος του κεφαλαίου ή της πολιτικής, συγκροτεί το θεσμό και τον διαχειρίζεται κατά την ιδίαν του αντίληψη και συμφέρον. Ως ιδιοκτήτης του συστήματος αποφασίζει ποιον να επιλέξει ως δημοσιογράφο, την κατανομή ρόλων, αλλά και το πλαίσιο της θεματικής λειτουργίας του «Μέσου».  Η σχέση της ιδιοκτησίας με το υπαλληλικό προσωπικό είναι δεσποτική, όπως κάθε σχέση εξαρτημένης εργασίας.  Ή, ο υπάλληλος, υπακούει στις εντολές – στην πολιτική γραμμή- της ιδιοκτησίας ή απολύεται.
Όπως σε κάθε επιχείρηση/ιδιοκτησία, προορισμός του «Μέσου» ενημέρωσης είναι να εκμεταλλευθεί συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα προϊόντα, από τα οποία προσδοκά το κέρδος. Επομένως, ο ιδιοκτήτης αποφασίζει τι προϊόν θα πωλήσει στον καταναλωτή, πως θα το επεξεργασθεί, θα το συσκευάσει, θα το παρουσιάσει κτλ.  Η πρώτη ύλη του «Μέσου» ενημέρωσης, από την επεξεργασία και τη μεταπώληση της οποίας αναμένει να αντλήσει κέρδος, είναι βασικά η πολιτική.
 Κατά τούτο, το σύστημα επιτρέπει στον τηλεκράτορα να αποφασίζει ποιος πολιτικός «πουλάει» ή είναι «οικείος» στα ευρύτερα συμφέροντά του, προκειμένου να του δώσει βήμα πολιτικό στο Μέσον, δηλαδή δικαίωμα λόγου. Ποια πολιτικά θέματα αποτελούν «προτεραιότητα» της κοινωνίας, ποια θα συζητηθούν και ποια όχι, ποια λογοκρισία και σε ποιο εύρος θα επιβληθεί κτλ.  Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι, ενώ η πολιτική εξουσία ουδέποτε ουσιαστικά ετέθη στο απυρόβλητο της κριτικής, οι συντελεστές των «Μέσων» διαθέτουν συνολικά τη δυνατότητα να επιβάλουν πλήρη σιωπή στην αμφισβήτησή τους.
Από το σημείο αυτό αρχίζει να γεννάται ένα μείζον πρόβλημα.  Τα «Μέσα» επικοινωνίας έχουν θεσμηθεί για έναν ρόλο διαμεσολάβησης που έτσι  όπως προτάσσεται, είναι αναιρετικός της ύπαρξής τους και, συνεπώς, δεν μπορούν, από τη φύση τους, να τον παίξουν.  Ως σύστημα όμως προσιδιάζει πλήρως στον χρόνο της ανθρωποκεντρικής φάσης που διέρχεται η νεοτερικότητα.  Η αντίφαση αυτή, δεν δημιουργούσε ιδιαίτερο πρόβλημα, ενόσω η πολιτική κυριαρχία της κρατικής εξουσίας και η μη ανάπτυξη του τεχνολογικού περιβάλλοντος της επικοινωνίας, περιόριζαν τα «Μέσα» επικοινωνίας σε μια βασικά ενημερωτική και, ενδεχομένως, κριτική λειτουργία της πολιτικής.
Έκτοτε όμως τα πράγματα έχουν θεμελιωδώς μεταβληθεί, καθώς η τεχνολογία της επικοινωνίας έχει ήδη επιβάλει τα «Μέσα»ως πρωταρχικό πεδίο παραγωγής πολιτικής και τους συντελεστές τους ως άμεσους διαχειριστές του.
Παρόλ’ αυτά, η προσέγγιση των «Μέσων» ως των κατεξοχήν διαμεσολαβητών της πολιτικής πληροφορίας, εμφανίζεται πλήρως συμβατή με το καταστατικό επιχείρημα της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών» (société civile) ή, ακριβέστερα, της υπηκόου ή «διαμεσολαβημένης κοινωνίας».  Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, οι δυνάμεις της διαμεσολάβησης τοποθετούνται, κατέναντι της εξουσίας του κράτους, ως ανάχωμα, προκειμένου, αφενός, να μετριάσουν ή να απωθήσουν την αυταρχική του βούληση και αφετέρου, να συνευρεθούν μαζί της στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων.  Οδηγούμαστε έτσι από την κυβέρνηση στηδιακυβέρνηση, και περαιτέρω, από μια πολιτική διαδικασία που αναπτύσσεται σε συντεταγμένο κανονιστικά πολιτειακό πλαίσιο, σε μια πολιτική διαδικασία αθέσμητη, που αποθεώνει τους καθαρούς συσχετισμούς δύναμης και το παρασκήνιο, σε βάρος της κοινωνίας.
Για να κατανοηθεί η μετάλλαξη αυτή του πολιτικού συστήματος αρκεί να παρατηρήσει κανείς την περιθωριοποίηση του κοινωνικού σώματος στην περίοδο της άσκησης της εξουσίας (ανάμεσα σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις), εν αντιθέσει με την περίοδο εγγύς των εκλογών, που επαναφέρει την πολιτική τάξη σε μια σχετικά διαλεκτική τροχιά με την κοινωνία.  Όχι διότι ο πολιτικός αισθάνεται ξαφνικά αντιπρόσωπός της αλλά επειδή χρειάζεται τη νομιμοποίησή της.
Τέλος, η καταχώριση των «Μέσων» ενημέρωσης, ως συστατικών της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας», δεν εγείρει το ζήτημα της εσωτερικής τους συγκρότησης και, επομένως, της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής σ’αυτά. Εύλογα αφού κάθε άλλος συντελεστής της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας», είναι αυτονοήτως ελεύθερος να οργανώνεται με πρόσημο τη δεσποτική αρχή της ιδιοκτησίας, ακόμη και αν διαπιστώνεται ότι λειτουργεί ως πυρήνας ιδιοποίησης της πολιτικής.
Ο καίριος αυτός ιδιοποιητικός ρόλος των «Μέσων» στην πολιτική, έχει οδηγήσει την «κοινή δόξα» να τα ορίζει ως τέταρτη εξουσία.  Αγνοεί, ωστόσο, η άποψη αυτή ότι συντρέχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ εξουσίας και δύναμης.  Η εξουσία ορίζει τη θεσμικά συγκροτημένη αποφασιστική δυνατότητα στην πολιτική, όταν ασφαλώς αυτή δεν ανήκει στην κοινωνική ολότητα. Η δύναμη, αντιθέτως, μπορεί να επιβάλει σε κάποιον να ενεργήσει προς ορισμένη κατεύθυνση.  Δεν αποφασίζει.  Η δύναμη χρειάζεται κάποια εξουσία να συναινέσει και να μεταβάλει τη βούλησή της σε απόφαση.  Απαιτείται, συνεπώς, είτε να πείσει, είτε να πειθαναγκάσει είτε να εξαγοράσει τον φορέα της εξουσίας.
Αυτό ακριβώς κάνουν οι συντελεστές των «Μέσων» ενημέρωσης, καθώς δεν συγκροτούν εξουσία «Μέσα» στο πολιτικό σύστημα, ούτε και μετέχουν ουσιαστικά στην πολιτική διαδικασία. Με διαφορετική διατύπωση τα «Μέσα» ενημέρωσης αποτελούνδύναμη όχι εξουσία.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις κάνουν φανερό ότι το ζήτημα τηςελευθερίας του τύπου, των «Μέσων» επικοινωνίας, γενικότερα, οφείλει να τεθεί διαφορετικά: ελευθερία των «Μέσων», ή, αλλιώς, αυτονομία των συντελεστών τους έναντι της κοινωνίας και της εξουσίας, κατά τη διαχείριση της πολιτικής ή, “Μέσα»,εναρμονισμένα υποχρεωτικά με την ελευθερία της κοινωνίας δηλαδή με τη δημοκρατική αρχή. Στην τελευταία περίπτωση, η «δημοσιογραφική δεοντολογία» υπακούει, όχι στην υποτιθέμενη «συνείδηση» του συντελεστή του «Μέσου»  – η πολιτική δεν είναι προσωπική υπόθεση για να αφήνεται στην ελεύθερη, δηλαδή ανεξέλεγκτη,  συνείδηση –, αλλά σε ένα προκαθορισμένο, σαφές και κυρωτικό, εν περιπτώσει παραβάσεώς του, περιβάλλον.
γ.  Το μέσον επικοινωνίας ως πεδίο της πολιτικής
Το δίλημμα αυτό έχει αποβεί κρίσιμο στις μέρες μας καθώς οι εξελίξεις έχουν μεταλλάξει σαφώς τη «λογική» των «Μέσων» επικοινωνίας.  Από «Μέσα» ενημέρωσης λειτουργούν ευρέως, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, ως πεδίο της πολιτικής και, κατ’επέκταση, ως πραγματικοί συντελεστές του πολιτικού συστήματος.
Έχει γίνει ίσως ελάχιστα αντιληπτό ότι βρισκόμαστε ήδη ενώπιον μιας καταστατικής μετάβασης από την κλασική βιομηχανική στην τεχνολογική κοινωνία.  Οι καθιερωμένες έννοιες της «κοινωνίας της πληροφορίας» και των ««Μέσων» ενημέρωσης», αφήνουν να εννοηθεί ότι οι τεχνολογικές αλλαγές μεταβάλλουν τον τρόπο μετάδοσης της πληροφορίας, όχι όμως συνολικά τον κόσμο, δηλαδή το σύστημά του.
Σε ό,τι μας αφορά, υιοθετούμε τον όρο «τεχνοδικτυακή επικοινωνία», διότι η τεχνολογική παράμετρος αγγίζει στον πυρήνα του το σύνολο των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και, ως εκ τούτου, μας  οδηγεί προοπτικά σε ένα διαφορετικό κοινωνικο-πολιτικό σύστημα.  Το νέο επικοινωνιακό περιβάλλον συγκροτεί ή ανασυγκροτεί εκ βάθρων το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο.  Η εικόνα της πραγματικότητας είναι εφεξής η εικόνα που δημιουργούν γι’ αυτήν τα «Μέσα.  Συγχρόνως, τα «Μέσα» λειτουργούν ως σημείο συνάντησης των φορέων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Η επισήμανση για τη μεταβολή των «Μέσων» επικοινωνίας, σε πεδίο της πολιτικής υποδηλώνει ότι ένα, σημαντικό ήδη, μέρος της πολιτικής δυναμικής το παράγουν τα ίδια, είτε άμεσα είτε έμμεσα.  Μαρτυρεί επίσης ότι η πολιτική, που παράγεται στο περιβάλλον της εξουσίας ή των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, «υπάρχει» στο μέτρο που τα «Μέσα» την αναγνωρίζουν ή αποφασίζουν να τη διακινήσουν. Τέλος, η πολιτική της εξουσίας, γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας από τους συντελεστές των «Μέσων» πριν την μεταπωλήσουν στον πολίτη καταναλωτή.
Σε κάθε περίπτωση, τα «Μέσα» επικοινωνίας, κατέχουν τις λειτουργίες αυτές κατά τρόπο αδιαίρετο και ουσιαστικά κυρίαρχο, όπως κάθε ιδιοκτήτης κατέχει το προϊόν της παραγωγής του.
δ.  Ανάμεσα στον πολίτη-καταναλωτή και στον πολίτη της πολιτείας.
Το πρόβλημα, ωστόσο, με την προσέγγιση της πολιτικής ως «προϊόντος» δεν θα ετίθετο, αν η ομηρία του πολιτικού συστήματος δεν είχε λάβει διαστάσεις που να αναιρούν ακόμη και αυτόν τον απλώς διαμεσολαβητικό του χαρακτήρα.
Όντως, η πολιτική ως πρώτη ύλη δεν είναι όπως οποιαδήποτε άλλη πρώτη ύλη (π.χ. το βαμβάκι, ένα ορυκτό κτλ.). Ορίζει την ουσία της πολιτειακής κοινωνίας.  Ενσαρκώνει, επομένως, τη διαδικασία και τη δυναμική στο επίπεδο των οποίων αρθρώνονται η συνοχή, η λειτουργία της τάξης ή οι ρήξεις στο περιβάλλον της κοινωνίας, αφορά στην ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας και στο συμφέρον της.  Επιπλέον, ακόμη και αν αποδεχθούμε προς στιγμήν τη λογική του συστήματος (την ιδιοκτησιακή του βάση), η πολιτική, όπως κάθε άλλη πρώτη ύλη, όφειλε να μην περιέρχεται στην ιδιοκτησία του επιχειρηματία (του ιδιώτη ή του κράτους) παρά μόνον από τη στιγμή που αυτός καταβάλει το αντίτιμο της αξίας της.
Στον αντίποδα, ο τηλεκράτορας, ερχόμενος να καλύψει το κενό εξουσίας που δημιουργεί η μετάβαση στην τεχνοδικτυακή επικοινωνία, συγκροτεί μια λεόντεια σχέση με την πολιτική: την παραλαμβάνει δωρεάν, την επεξεργάζεται κατά βούληση και τοποθετείται ουσιαστικά ως άλλος “προστάτης” της κοινωνίας.
Τέλος, η διαφορά φύσεως που επισημαίνεται μεταξύοικονομικής και πολιτικής αγοράς δημιουργεί, στο επίπεδο των «Μέσων» επικοινωνίας, μια διαφορετικής τάξεως αντίθεση ανάμεσα στον πολίτη-καταναλωτή και στον πολίτη της πολιτείας: δεν έχουν το ίδιο κίνητρο σε ό,τι αφορά το ενδιαφέρον για την πολιτική, ούτε οδηγούν στις ίδιες επιλογές.  Η μια, ευνοεί το θέαμα, κινείται στο θυμικό.  Η άλλη, ευνοεί το διάλογο, ενεργοποιεί τη λογική με γνώμονα το συνολικό κοινωνικό γίγνεσθαι.  Η μια, υποβάλλει το άτομο στις προτεραιότητες των «Μέσων», η άλλη, στις προτεραιότητες της πολιτικής.  Σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο της πληροφόρησης θα είναι διαφορετικό.
Το σύστημα της ιδιοκτησίας που διέπει το καθεστώς των «Μέσων» επικοινωνίας όχι μόνον επιτρέπει αλλά επιβάλλει ουσιαστικά τη μετάλλαξη της πολιτικής σε είδος προς κατανάλωση και, συνακόλουθα, σε υποπροϊόν του θεάματος. Τούτο εξηγεί άλλωστε την ευκολία με την οποία επιστρατεύεται το επιχείρημα της ιδιωτικής ή ιδιοκτησιακά διατεταγμένης οικονομίας: Ο πολίτης-καταναλωτής, πραγματοποιεί με τις επιλογές του ένα καθημερινό δημοψήφισμα για το πολιτικό προϊόν που του προτείνεται.  Όπως ακριβώς συμβαίνει με όλα τα προϊόντα της αγοράς.
Όμως, σύμφωνα με όσα διαπιστώσαμε παραπάνω, η αξία του επιχειρήματος αυτού είναι σαθρή και αδιέξοδη.  Η πολιτική αγορά θέτει διαφορετικής τάξεως ζητήματα, σε σχέση με την οικονομική αγορά.  Ο έλεγχος της πολιτικής αγοράς από το κράτος δημιουργεί προβλήματα ιδιοποίησης, τα οποία όμως δεν υποχειριάζουν ενείδει ιδιοκτησίας την κοινωνία, όπως συμβαίνει όταν η πολιτική αγορά υποχειριάζεται από τον φορέα της οικονομικής αγοράς.
Ο πολίτης, σε κάθε περίπτωση, έχει να επιλέξει ανάμεσα στην ιδιότητα του πελάτη της πολιτικής εξουσίας ή του πελάτη του μεντιάρχη, του υπηκόου ή του καταναλωτή.  Δεν έχει δικαίωμα λόγου, δεν εκλαμβάνεται ως θεσμικός συντελεστής ούτε του πολιτειακού ούτε του μεντιατικού περιβάλλοντος.  Μπορεί όμως να ελπίζει σε ρόλους κομπάρσου, με τους οποίους θα γεμίσει ο τηλεκράτορας το σκηνικό του.
Σε κάθε περίπτωση, το σύστημα συνομολογεί ότι μοναδικός «οδηγός»  του «Μέσου» για τον τρόπο διαχείρισης της πολιτικής είναι το κέρδος: το άμεσο κέρδος της επιχείρησης, αλλά και το έμμεσο, αυτό που προκύπτει, αφενός, από το κοινωνικό κύρος, το οποίο αντλεί ο συντελεστής του «Μέσου» από αυτό και αφετέρου, από τις ποικίλες όσες διαπλοκές, που υφαίνονται με τον ιδιωτικό και το δημόσιο χώρο.
Αυτή καθ’αυτή η μεταβολή του τηλεκράτορα σε πραγματικό ιδιοκτήτη της πολιτικής, επαναφέρει το πολιτικό σύστημα και, δι’ αυτού την κοινωνία, σε ένα καθεστώς ιδιότυπης δεσποτείας.
ε.  Πολιτική λειτουργία και ιδιοκτησία/σύστημα. Το μέλλον ενός αναπόφευκτου διαζυγίου
Συμπεραίνουμε ότι η θέσμιση και η λειτουργία των «Μέσων» επικοινωνίας είναι σύμφωνη με το τυπικό πολιτικό σύστημα και, μάλιστα, με τον προ-αντιπροσωπευτικό του χαρακτήρα. Κάθε σύστημα ή υπο-σύστημα συγκροτείται με όρους ιδιοκτησίας, οπότε ο κάτοχος της ιδιοκτησίας ενσαρκώνει, διοικεί το σύστημα.
Το πρόβλημα που ανακύπτει στις μέρες μας εστιάζεται στις μεταβολές που επήλθαν με την είσοδο στην τεχνοδικτυακή επικοινωνία. Ακριβώς σ’ αυτό το νέο περιβάλλον, στις συνθήκες δηλαδή του πραγματικού πολιτικού συστήματος, αντίκειται η έως τώρα θέσμιση των «Μέσων» επικοινωνίας.  Το Μέσον έχει ήδη αναλάβει λειτουργίες πεδίου της πολιτικής, ενώ η θέσμισή του το θέλει να παίζει ρόλους απλής διακίνησης της πολιτικής πληροφορίας.
Οι αντιστάσεις του παλαιού συστήματος εξηγούν τόσο το περιεχόμενο της κριτικής που ασκείται στις νέες λειτουργίες των «Μέσων», όσο και τον τρόπο που προκρίνεται για τη θεραπεία του προβλήματος: την επίκληση της δεοντολογίας και της ηθικής, αντί της θεσμικής παρέμβασης με στόχο την εναρμόνισή τους στο νέο πολιτειακό κεκτημένο.
Στο μεταξύ, στο συσχετισμό μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, η οικονομία βγαίνει προφανώς νικητής, διότι το σύστημα, αφενός, δίνει την προτεραιότητα και νομιμοποιεί τις επιλογές της οικονομικής αγοράς (την ταύτιση ιδιοκτησίας και συστήματος) και αφετέρου, η εξουσία του κράτους ενώ παραμένει κυρίαρχη έναντι της κοινωνίας, έχει ήδη πάψει να είναι κυρίαρχη έναντι της οικονομίας.  Στο πλαίσιο αυτό, οι συντελεστές των «Μέσων» βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να νομιμοποιήσουν τη συμμετοχή τους στη «διακυβέρνηση» της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή στην ιδιοποίησή της.
Τι πρέπει να γίνει; πολύ απλά, να διαχωρισθεί η ιδιοκτησίααπό το σύστημα του μέσου επικοινωνίας, έτσι ώστε η δομή, η λειτουργία του, το κανονιστικό του περιβάλλον, να διέπονται από την «δημοκρατική» αρχή, ή ακριβέστερα, από τη λογική του δημοσίου συμφέροντος, και όχι από τις υπαγορεύσεις του συμφέροντος του ιδιοκτήτη.  Η μεταρρύθμιση αυτή, εντούτοις, απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση, για την οποία όμως δεν συντρέχουν οι συσχετισμοί.  Κάτι τέτοιο, θα απαιτούσε άλλωστε τη μετάβαση σε ένα άλλο πολιτικό σύστημα και, συγκεκριμένα, από το διαμεσολαβημένο, προ-αντιπροσωπευτικό, στο αντιπροσωπευτικό ομόλογό του, για το οποίο, ο κόσμος της νεοτερικότητας ουδόλως είναι προετοιμασμένος.
Όλα δείχνουν, επομένως, ότι οι συνθήκες του αδιεξόδου δεν έχουν ακόμη ωριμάσει επαρκώς, προκειμένου να οδηγήσουν στην υπέρβαση του κρατούντος συστήματος. Γι αυτό, κατά την κρίση μου, η λύση του προβλήματος θα επέλθει, αναγκαστικά, μέσω της περαιτέρω ανάπτυξης του περιβάλλοντος της τεχνοδικτυακής επικοινωνίας, η οποία θα οδηγήσει εντέλει από μόνη της στοδιαχωρισμό της ιδιοκτησίας του «Μέσου» από το σύστημα καθεαυτό, δηλαδή από τις λειτουργίες του. Αναφέρομαι προφανώς στις εξελίξεις που σημειώνονται ήδη στο επίπεδο του τεχνοδικτύου (ίντερνετ κλπ).
Στην περίπτωση αυτή, θα έχει συντελεσθεί, συγχρόνως, ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της μεταβολής του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, από τη λογική της προ-αντιπροσωπευτικής διαμεσολάβησης σε μια αντιπροσωπευτική σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής.
(1) Ανακοίνωση στο διεθνές συνέδριο “Επικοινωνιακά μέσα και εξουσία” που έλαβε χώρα στις 22-23/1/2014, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, προς τιμήν του Luis-Vincent Thomas.

 

contogeorgis

Leave a comment